- μόλις
- (ΑΜ μόλις, Α και μόγις)επίρρ. (τροπικό) με δυσκολία, με κόπο, ελάχιστα (α. «μόλις και μετά βίας» — πολύ δύσκολαβ. «καὶ ταῡτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῡ μὴ θύειν αὐτοῑς», ΚΔ)νεοελλ.συν. με αριθμτ.) για να δηλώσει προσέγγιση, περίπου ή την ιδιότητα τού μικρού, τού λίγου (α. «ζυγίζει μόλις 35 κιλά» β. «απέχει μόλις ένα χιλιόμετρο»)νεοελλ.-μσν.1. (χρονικό) πριν από λίγο («μόλις έφθασε το αεροπλάνο»)2. (ως χρονικός σύνδ.) ευθύς ως, αμέσως όταν («μόλις έφυγες, ήλθε»)μσν.1. (για πολύ λίγο2. τελοσπάντων, επιτέλουςαρχ.1. σχεδόν καθόλου («μόλις καὶ ἠρεμα πάσχειν» — σχεδὸν καθόλου, Αριστοτ.)2. (συχνά με αρνητ. μόριο) εξ ολοκλήρου, εντελώς («θυραῑος ἔστω πόλεμος, οὐ μόλις παρών» — πολύ πλησίον, Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το μέλλω, οπότε η αρχική σημ. θα ήταν πιθ. «διστακτικά», ενώ κατ' άλλους με το μάλα. Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με το μῶλος «αγώνας, προσπάθεια», οπότε ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *mō- «καταβάλλω προσπάθεια» (το -ο- αντί τού -ω- πιθ. να οφείλεται σε αναλογία προς το συνώνυμο μόγις*). Η επιρρμ. κατάλ. -ις- ανάγεται πιθ. σε παλαιότερο τ. ονόμ. ή επιθ. (πρβλ. άλις, μέχρις, μόγις)].
Dictionary of Greek. 2013.